Σχίσμα, αδιέξοδο: μια ματιά στον Τόμο της OCU από την Εκκλησία της Κύπρου

04 Μαΐου 2021 19:40
61
Ο Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ.κ. Νικηφόρος. Φωτογραφία: ΕΟΔ Ο Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ.κ. Νικηφόρος. Φωτογραφία: ΕΟΔ

Ο Μητροπολίτης Κύκκου κ.κ. Νικηφόρος έγραψε ένα βιβλίο περί του «ουκρανικού ζητήματος», στο οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τόμος της OCU δεν μπορεί να αναγνωριστεί.

Στα τέλη του 2020 ο Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ.κ. Νικηφόρος της Κυπριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας έγραψε το βιβλίο «ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΘΕΙΟΥΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΟΥ», που είναι αφιερωμένο στη λεπτομερή ανάλυση των ιστορικών και κανονικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση του Τόμου της αυτοκεφαλίας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης στα ενωμένα Ουκρανικά σχισματικά. Στην πραγματικότητα, η θέση του στο «ουκρανικό ζήτημα» είναι η θέση εκείνων των Κυπρίων πιστών που στην πνευματική τους ζωή καθοδηγούνται από το Ευαγγέλιο και την Παράδοση της Εκκλησίας και όχι από άλλες αρχές.

Ποιος είναι ο Μητροπολίτης Νικηφόρος;

Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ.κ. Νικηφόρος εγεννήθη τη 2α Μαΐου 1947 εις το χωρίον Κρήτου Μαρόττου της επαρχίας Πάφου. Μετά την αποφοίτησιν αυτού εκ του δημοτικού σχολείου της γενετείρας αυτού, προσελήφθη ως δόκιμος μοναχός εις την Ιεράν Μονήν Κύκκου, ένθα υπηρέτησεν επί εξ έτη, φοιτών συγχρόνως εις την τριτάξιον Ελληνικήν Σχολήν, ήτις ελειτούργει εις αυτήν. Εν συνεχεία απεστάλη ως υπότροφος της Μονής εις την Λευκωσίαν, ένθα εσυνέχισε τας σπουδάς αυτού εις το Λύκειον Κύκκου, εκ του οποίου απεφοίτησε του 1969. Το 1970 ενεγράφη εις την Νομικήν Σχολήν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εσυνέχισε να σπουδάζει στην Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τη 8η Σεπτεμβρίου 1979 εχειροτονήθη υπό του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Α’ εις τον δεύτερον της ιερωσύνης βαθμού, και προεχειρίσθη εις Αρχιμανδρίτη.

Μερικά χρόνια ο Αρχιμανδρίτη υπηρέτησε ως Καθηγητής της Ιερατικής Σχολής «Απόστολου Βαρνάβα», επί πέντε έτη ως Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου Λευκωσίας, και επί τρία έτη ως Γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, ενώ παραλλήλως από του 1979 μέχρι και του τέλους του 1983, υπηρέτησε την Ιερά Μονή Κύκκου ως Μέλος του Ηγουμενοσυμβουλίου αυτής.

Το 1983 η Αδελφότης της Ιεράς Μονής Κύκκου εξέλεξε αυτόν διά μυστικής ψηφοφορίας εις την θέσιν του Ηγουμένου της Μονής και το 2002 εξελέγη υπό της Ιεράς Συνόδου Επίσκοπος Κύκκου, χειροτονηθείς και ενθρονισθείς τη 24η Φεβρουαρίου 2002.

Τη 9η Μαΐου 2007 εξελέγη παμψηφεί υπό της προς τούτο συνελθούσης κληρικολαϊκής Εκλογικής Συνελεύσεως Μητροπολίτης της νεοσυστάτου Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας.

Το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τη 3η Ιουνίου 2008 και το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών τη 23η Οκτωβρίου 2008 ανηγόρευσαν αυτόν, αντιστοίχως, ως Επίτιμον Διδάκτορα αυτών.

Το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τη 3η Ιουνίου 2008 και το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών τη 23η Οκτωβρίου 2008 ανηγόρευσαν αυτόν, αντιστοίχως, ως Επίτιμον Διδάκτορα αυτών.

Γι 'αυτό το 2020 ο Μητροπολίτης κ.κ. Νικηφόρος, μαζί με τον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ.κ. Ησαία και τον Μητροπολίτη Λεμεσού κ.κ. Αθανάσιο, αντιτάχθηκαν ανοιχτά στη θέση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Β' σχετικά με την αναγνώριση της OCU και του Επιφάνιου Ντουμένκο.

Για τον Βλαδίκα Νικηφόρο ο επικεφαλής της OCU είναι ένας σχισματικός που δεν μπορεί να ονομαστεί «επικεφαλής» της Εκκλησίας στην Ουκρανία, και οι ενέργειες του Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου για τη νομιμοποίηση των ουκρανικών σχισματικών δεν είναι μόνο ασυνήθιστες, αλλά επίσης οδηγούν σε μεγάλο σχίσμα τον κόσμο της Ορθοδοξίας. Στην πραγματικότητα, για να τεκμηριώσει τη θέση του, έγραψε το βιβλίο «Το σύγχρονο Ουκρανικό ζήτημα και η κατά τους θείους και ιερούς κανόνες επίλυσή του». Ο ίδιος ο Μητροπολίτης κ.κ. Νικηφόρος λέει ότι δεν έχει κανένα άλλο σκοπό να γράψει το βιβλίο αυτό, εκτός από το «να δώσει στους Ορθόδοξους πιστούς που ζουν σε «φόβο» και «σκιά» ενός καταστροφικού για την Ορθοδοξία σχίσματος, τις απαραίτητες πληροφορίες για το ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα, χωρίς να αποκρύψει οτιδήποτε».

Το βιβλίο αποτελείται (εκτός από την εισαγωγή, πρόλογο, συμπεράσματα και επιστημονικές παραπομπές) από επτά κεφάλαια, καθένα από τα οποία απορρίπτει μεθοδικά όλα τα επιχειρήματα του Φαναρίου υπέρ της χορήγησης αυτοκεφαλίας της OCU.

Το πρώτο από αυτά τα κεφάλαια είναι αφιερωμένο στην απάντηση του ερωτήματος αν το Πατριαρχείο έχει δικαιοδοσία στο έδαφος της Ουκρανίας.

Στην Εκκλησιαστική Δικαιοδοσία ποιου Πατριαρχείου ανήκει η Ουκρανία;

Ο Βλαδίκα υπενθυμίζει ότι το 1686 η Μητρόπολη του Κιέβου επανενώθηκε με τη Ρωσική Εκκλησία, και «από τότε δέ τά παλαίφατα Πατριαρχεῖα, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, καί στή συνέχεια καί οἱ ὑπόλοιπες Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἔβλεπαν πάντοτε τήν Οὐκρανική Ἐκκλησία ὡς ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, σεβόμενοι τό δικαίωμά του νά ἔχει ὑπό τήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία του ὅλο τόν χῶρο τῆς Οὐκρανίας».

Ωστόσο, σήμερα οι Φαναριώτες δεν συμφωνούν με αυτήν την κατάσταση, μετά από περισσότερα από 300 χρόνια. Σύμφωνα με αυτούς ( σήμερα μεταδίδονται ενεργά από τους Ουκρανούς σχισματικούς), το Μητροπολιτικό Κίεβο ήταν πάντα υπό τη δικαιοδοσία του Φαναρίου, καθώς η πατριαρχική και συνολική επιστολή του 1686 δηλώνει ως προϋπόθεση ότι ο Μητροπολίτης του Κιέβου πρέπει πρώτα να μνημονεύει το όνομα του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης κατά τη Θεία Λειτουργία και μόνο μετά από αυτό - το όνομα του Πατριάρχη της Μόσχας. Οι υποστηρικτές αυτού του ισχυρισμού υπογραμμίζουν ότι η Μητροπολιτική Δημοκρατία του Κιέβου ποτέ δεν μεταφέρθηκε τελικά και αμετάκλητα στο Πατριαρχείο της Μόσχας και ότι ο Πατριαρχικός Χάρτης του 1686 ήταν μόνο προσωρινός.

Αμφισβητώντας αυτήν τη θέση, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος υπενθυμίζει ότι η επιθυμία που εκφράστηκε στην επιστολή να τιμήσει πρώτα το όνομα της Κωνσταντινούπολης και μετά το όνομα του Πατριάρχη της Μόσχας «οὐδεμία σχέση ἔχει πρός τίς διοικητικές ἁρμοδιότητες», καθώς «δέν εἶναι τόσο ἡ μνημόνευση ἑνός Προκαθημένου, ὅσο τό δίκαιο τοῦ «χειροτονεῖν» τούς Ἐπισκόπους (jus ordinandi) καί τό δίκαιο τοῦ «κρίνειν» τούς Ἐπισκόπους (jus jurandi), πού καθορίζει τήν ὑπαγωγή μίας Ἐκκλησίας στή δικαιοδοσία μίας ἄλλης».

Δέν εἶναι τόσο ἡ μνημόνευση ἑνός Προκαθημένου, ὅσο τό δίκαιο τοῦ «χειροτονεῖν» τούς Ἐπισκόπους (jus ordinandi) καί τό δίκαιο τοῦ «κρίνειν» τούς Ἐπισκόπους (jus jurandi), πού καθορίζει τήν ὑπαγωγή μίας Ἐκκλησίας στή δικαιοδοσία μίας ἄλλης.

                                               Μητροπολίτης Νικηφόρος

Ως απόδειξη αυτών των απόψεων, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος αναφέρει ένα απόσπασμα από έναν «στενότατο συνεργάτη καί σύμβουλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Βλάσιο Φειδᾶ», ο οποίος, ακόμη και πριν από την «κρίση της Ουκρανίας» και σε μια εντελώς διαφορετική περίσταση, έγραψε ότι «τό θέμα τῆς διοικητικῆς ὑπαγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας <> συνεδέετο ἀρρήκτως μέ τήν κανονικήν κατοχύρωσιν τῆς ἁρμοδιότητος αὐτοῦ εἰς τό δίκαιον τοῦ χειροτονεῖν καί <>  τοῦ δικαίου».

Ωστόσο, το κύριο επιχείρημα υπέρ του γεγονότος ότι το Φανάρι αναγνώριζε ανέκαθεν τη μεταφορά της μητρόπολης του Κιέβου στη δικαιοδοσία του Πατριάρχη της Μόσχας, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος θεωρεί το λεγόμενο «Συνταγμάτιον».

Το Συνταγμάτιον είναι μια λίστα μητροπόλεων, αρχιεπισκοπών και επισκόπων και η σειρά προτεραιότητάς τους εντός της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας των Τοπικών Ορθόδοξων Πατριαρχείων και Εκκλησιών. Σήμερα, δημοσιεύονται με τα ονόματα «Ἡμερολόγια», «Δίπτυχα», «Τυπικά» «Επετηρίδες» και «το ιστορικό τους είναι αδιαμφισβήτητη απόδειξη της δικαιοδοτικής σχέσης της μητρόπολης». Έτσι, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος ισχυρίζεται ότι «ἀπό τό 1686 καί μετά, σέ κανένα «Συνταγμάτιον» καμίας Ἐκκλησίας δεν ἀναγράφεται ἡ Οὐκρανία ὡς Ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀπό τό περίφημο «Συνταγμάτιον» τοῦ 1715 τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Χρυσάνθου Νοταρᾶ, στό ὁποῖο ἀναγράφεται ἡ Οὐκρανία ὡς Ἐπαρχία τῆς Μοσχοβίας καί ὄχι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι καί τό 2018, ὅλα τά «Τυπικά» «Ἡμερολόγια», «Δίπτυχα» καί «Ἐπετηρίδες» ὅλων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν θεωροῦσαν τήν Οὐκρανία ὡς τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας».

Επιπλέον, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος υπενθύμισε ότι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, στην ομιλία του προς τον ουκρανικό λαό στις 26 Ιουλίου 2008, είπε κυριολεκτικά τα εξής: «Οὕτως ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ΄, μετά τήν προσάρτησιν τῆς Οὐκρανίας εἰς τήν Ρωσίαν καί ὑπό τήν πίεσιν τοῦ Μ. Πέτρου, ἔκρινεν ἀναγκαίαν, ὑπό τάς περιστάσεις ἐκείνας, καί τήν ἐκκλησιαστικήν ὑπαγωγήν αὐτῆς εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας»..

Από τό 1686 μέχρι καί τό 2018, ὅλα τά «Τυπικά» «Ἡμερολόγια», «Δίπτυχα» καί «Ἐπετηρίδες» ὅλων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν θεωροῦσαν τήν Οὐκρανία ὡς τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.

Επιπλέον, στις επιστολές του προς τον Πατριάρχη της Μόσχας, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναγνωρίζει τη Ρωσική Εκκλησία σε σχέση με την Ουκρανία «τά δύο θεμελιώδη δικαιώματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπαγωγῆς, τό δίκαιο τοῦ «χειροτονεῖν» καί τό δίκαιο τοῦ «κρίνειν» τούς Ἐπισκόπους».

Ακόμη, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος αναφέρει τις μαρτυρίες αρκετών έγκυρων ιστορικών και θεολόγων του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης περί της υπαγωγής της Μητρόπολης του Κιέβου στη Ρωσική Εκκλησία. Συναντάμε τα ονόματα του «εξαιρετικού γνώστη των πατριαρχικών εγγράφων» Αρχιμανδρίτη Καλλινίκου (Ντελικανη), καθηγητή και πρωτοπόρου Θεόδωρου Ζήση, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αρχιμανδρίτη Βασίλη Στεφανίδη, Μητροπολίτη  Κίτρους και Κατερίνης Βαρνάβα.

Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στο έργο του «Ὁμοτίμου Καθηγητή τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, καί ἀπό τά σημαντικότερα στελέχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» Βλάσιο Φειδᾶ, «ὁ ὁποῖος ἐπί μακρό χρόνο ὑπηρέτησε καί ὡς Κοσμήτορας τοῦ Ἰνστιτούτου Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης καί ὁ ὁποῖος τιμήθηκε ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη μέ τό Ὀφφίκιο τοῦ «Ἄρχοντος Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας». Ο Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, στο έργο του, σημειώνει: «Ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος ὑπήγαγε τήν Μητρόπολιν Κιέβου ὑπό τήν κανονικήν δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (1687)» και «έτσι, στή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ὡς ἕνα ἀπό τά τρία μόνιμα μέλη συμμετέχει ὁ Μητροπολίτης Κιέβου (μαζί μέ τόν Μόσχας καί τόν Πετρουπόλεως)».

Επίσης, από αυτή την άποψη, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος παραθέτει τον διάσημο ορθόδοξο θεολόγο, τον  Μητροπολίτη Διοκλεία Κάλλιστο (Γουέαρ), ο οποίος τόνισε ότι «Παρ’ ὅλο, πού εἶμαι Μητροπολίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου <> δέν εἶμαι καθόλου ἱκανοποιημένος μέ τή θέση τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Μέ ὅλο τόν προσήκοντα σεβασμό στόν Πατριάρχη μου, εἶμαι ὑποχρεωμένος νά πῶ, ὅτι συμφωνῶ μέ τήν ἄποψη, τήν ὁποία ἐξέφρασε τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας, ὅτι ἡ Οὐκρανία ἀνήκει στή Ρωσική Ἐκκλησία».

Ωστόσο, λέει ο Μητροπολίτης Νικηφόρος, ακόμη και αν η μεταφορά της Μητρόπολης Κιέβου ήταν προσωρινή, «στήν κανονική παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὑπάρχουν σαφῶς καθορισμένες προθεσμίες μέσα στίς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ἡ δήλωση-διαμαρτυρία περί παραβιάσεως δικαιοδοσιακῶν δικαιωμάτων, μετά τή λήξη τῶν ὁποίων (προθεσμιῶν) ἀδυνατεῖ ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας παραβιάζονται τά δικαιοδοσιακά δικαιώματα, νά πράξει τοῦτο καί νά προσφύγει στά ἁρμόδια ἐκκλησιαστικά ὄργανα, γιά νά λυθεῖ ἡ διαφορά καί νά ἀποκαταστήσει τό δίκαιό της».

Μίλησε για τους «ἱερούς Κανόνες ιζ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί κε΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου». Σύμφωνα με αυτούς, «ἰσχύει προθεσμία παραγραφῆς ἐντός τριάκοντα ἐτῶν γιά τίς δικαιοδοσιακές διαφορές». Αλλά όχι μετά τα 330 χρόνια!

Με βάση τα παραπάνω ο Βλαντίκα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ἀντικανονική οἰκειοποίηση ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τοῦ δικαιοδοσιακοῦ δικαιώματος ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς Οὐκρανίας, ὅπως καί ἡ παραχώρηση «Αὐτοκεφαλίας» στήν Οὐκρανία, συνιστοῦν πράξη εἰσπήδησης σέ ἀλλότριο κανονικό ἔδαφος καί εὑρίσκονται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιτρέπουν τήν παραβίαση τῶν δικαιοδοσιακῶν ὁρίων καί τή συνύπαρξη στόν ἴδιο χῶρο περισσοτέρων τῆς μίας δικαιοδοσιῶν».

Αντικανονική οἰκειοποίηση ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τοῦ δικαιοδοσιακοῦ δικαιώματος ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς Οὐκρανίας, ὅπως καί ἡ παραχώρηση «Αὐτοκεφαλίας» στήν Οὐκρανία, συνιστοῦν πράξη εἰσπήδησης σέ ἀλλότριο κανονικό ἔδαφος καί εὑρίσκονται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιτρέπουν τήν παραβίαση τῶν δικαιοδοσιακῶν ὁρίων καί τή συνύπαρξη στόν ἴδιο χῶρο περισσοτέρων τῆς μίας δικαιοδοσιῶν.

Μητροπολίτης Νικηφόρος

Ποιος έχει το δικαίωμα να χορηγήσει αυτοκεφαλία και υπό ποιες προϋποθέσεις;

Το επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην απάντηση στην ερώτηση σχετικά με το νόμο και τον μηχανισμό παρουσίασης της αυτοκεφαλίας. Ο Μητροπολίτης Νικηφόρος θεωρεί ότι αυτό το δικαίωμα ανήκει αποκλειστικά στην πληρότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Νωρίτερα, λέει, ο Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος βρισκόταν στην ίδια θέση, ο οποίος σε συνέντευξή του από το 2001 στην ελληνική εφημερίδα Νέα Ελλάδα είπε: «Ἡ Αὐτοκεφαλία καί ἡ Αὐτονομία χορηγοῦνται ὑπό τῆς συνόλου Ἐκκλησίας δι’ ἀποφάσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπειδή δέ, διά διαφόρους λόγους, δέν εἶναι δυνατή ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς συντονιστής πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χορηγεῖ τό Αὐτοκέφαλον ἤ τό Αὐτόνομον ὑπό προϋπόθεσιν τῆς ἐγκρίσεως ὑπ’ αὐτῶν» (τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν)».

Ο Μητροπολίτης Νικηφόρος τονίζει ότι ο πιό στενός συνεργάτης καί σύμβουλος του Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας,, ο οποίος, ως Πρόεδρος της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Διάσκεψης στη Γενεύη, το 2009, είπε και τα εξής: «Ἐφ’ ὅσον ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐξασφαλίζει τήν συναίνεσιν τῶν κατά τόπους Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διά τῆς λήψεως ἐγγράφου συναινέσεώς τους, δύναται νά ὑπογράψῃ μόνος του τόν Πατριαρχικόν Τόμον».

Ο «άρχοντας» και «διδάσκαλος» (δάσκαλος - Εκδ.) της Εκκλησίας, ο Βλάσιος Φειδάς, που ήδη αναφέρθηκε από εμάς, έγραψε ότι «η Οικουμενική Σύνοδος ή η ομόφωνη συναίνεση όλων των Πατριαρχικών Θρόνων είναι το κανονικό όργανο της διακήρυξης της αυτοκεφαλίας ή της αυτονομίας της Εκκλησίας», και «οποιαδήποτε άλλη διαδικασία είναι μη κανονική και όχι μόνο δεν εξυπηρετεί την ενότητα, αλλά, αντιθέτως, καταπατώντας την κανονική παράδοση, διαβρώνει και καταστρέφει την ενότητα της Εκκλησίας με δίκαιη πίστη και αγάπη».

Ο Μητροπολίτης Νικηφόρος υπενθύμισε επίσης ότι «Αὐτή ἡ συναπόφαση τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἀποδοχή διαδικασίας χορηγήσεως Αὐτοκεφαλίας, πού ἐπιτεύχθηκε στίς Προσυνοδικές Συνδιασκέψεις για την προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, καταχωρήθηκε στο κείμενο «Τό Αὐτοκέφαλον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ», και «ὑπογράφηκε ἀπό τούς ἐκπροσώπους ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». Σύμφωνα με αυτό το έγγραφο, η διαδικασία για τη χορήγηση αυτοκεφαλίας θα πρέπει να περιλαμβάνει «Αἴτηση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος γιά τήν παροχή Αὐτοκεφαλίας», «Συναίνεση τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας ἀπό τήν ὁποία ἀποσπᾶται ἡ αἰτοῦσα τό Αὐτοκέφαλο Ἐκκλησιαστική Ἐπαρχία», και «Ἔγκριση τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν».

Αυτό σημαίνει, ο Βλαδίκα ισχυρίζεται, ότι «Μόνο ἀπό μία ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, πού πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, θά μποροῦσε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης νά δεχθεῖ πρός ἐξέταση αἴτημα Αὐτοκεφαλίας», αλλά «Αὐτή, ὅμως, ἡ κανονική, Αὐτόνομη Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἀπό τό 1686 ὑπάγεται στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, δέν ζήτησε, ὅπως εἶχε κάθε δικαίωμα, τήν Αὐτοκεφαλία ἀπό κανένα. Οὔτε καί ἀποδέχθηκε ποτέ ὁποιαδήποτε χορηγηθεῖσα Αὐτοκεφαλία ἀπό ὁποιονδήποτε».

Ο Μητροπολίτης Νικηφόρος υπογραμμίζει ότι «Τήν Αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπεδίωξαν καί ζήτησαν καί ἔλαβαν δύο σχισματικές δομές»: η UOC-KP «πού ἀντικανονικά ἀποσπάσθηκε ἀπό τό Ρωσικό Πατριαρχεῖο, μέ ἐπικεφαλῆς τόν καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου, μοναχό Φιλάρετο Ντενισένκο» και η UAOC «μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἀχειροτόνητο Μακάριο Μαλέτιτς, «καθῃρημένον πρώην Ἱερέα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, “χειροτονημένον” ψευδοεπίσκοπον ἀπό καθῃρημένον Ἐπίσκοπον καί ἀπό τόν καθῃρημένον Διάκονον τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Βικέντιον-Βίκτωρα Τσεκάλιν, τραγικόν πρόσωπον μέ πλούσιον “ἱστορικόν”, ὡς “Ὀρθόδοξος” ψευδοεπίσκοπος, Οὐνίτης, Προτεστάντης Πάστορας, κατεγνωσμένος δικαστικῶς παιδεραστής, συνταξιοδοτηθείς ὡς φρενοβλαβής ἐν Αὐστραλίᾳ».

Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τον Βλαδίκα Νικηφόρο, «η  Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν Οὐκρανίᾳ» είναι «τό συνονθύλευμα τῶν καθηρημένων, ἀναθεματισμένων, αὐτοχειροτονήτων καί ἀμετανοήτων σχισματικῶν» που έλαβαν το καθεστώς «Αὐτοκεφαλία» και «ὅλα αὐτά, ἐνῶ ἡ ὑπό τόν Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας Ὀνούφριο κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἑνώνει τή συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν τῆς Οὐκρανίας, περιφρονεῖται καί διώκεται».

Η  Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν Οὐκρανίᾳ είναι τό συνονθύλευμα τῶν καθηρημένων, ἀναθεματισμένων, αὐτοχειροτονήτων καί ἀμετανοήτων σχισματικῶν.

Μητροπολίτης Νικηφόρος

«Πραγματικά μένει κανείς ἐνεός μπροστά σέ ὅλα αὐτά τά ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτα καί ἀντικανονικά, πού ἐσχάτως ἔλαβαν χώραν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας» - ρωτά ο ιεράρχης της Κυπριακής Εκκλησίας.

Περί του δικαιώματα προσφυγής στο Φανάρι

Οι υπερασπιστές της θέσης του Φαναρίου υποστηρίζουν ότι, βάσει του κανόνα 28 της Τέταρτης Οικουμενικής Συνόδου, καθώς και των κανόνων 3, 4 και 5 του Συμβουλίου της Σαρδηνίας, το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης έχει το κανονικό δικαίωμα να λαμβάνει εκκλήσεις από κληρικούς εκτός των ορίων του τη δικαιοδοσία του, που σημαίνει άρση του αναθέματος από τον Ντενισένκο και αποκατάσταση του «σε υπάρχουσα αξιοπρέπεια» γίνεται νομικά.

Ωστόσο, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος τονίζει ότι, κατά τη γνώμη της Εκκλησίας, οι διατάξεις γ, δ και ε των κανόνων της Συνόδου της Σαρδικης αφορούν τα προνόμια που «παραχώρησε καί στόν Ἐπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως) ἴσα προνόμια μέ τόν Ἐπίσκοπο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης» «μόνο σε σχέση με τους επισκόπους και άλλους κληρικούς που υπάγονται σε αυτόν, και όχι την ανώτατη εκκλησιαστική δικαιοδοσία». Με άλλα λόγια, ο επικεφαλής του Φαναρίου «Ἔχει, δηλαδή, καί αὐτός τό εἰδικό προνόμιο τῆς ἀποδοχῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς, ἀλλά μόνο ἀπό τούς Ἐπισκόπους καί λοιπούς κληρικούς τῶν ὑποκειμένων σέ αὐτόν Ἐκκλησιῶν, πού εἶναι οἱ Ἐκκλησίες τῆς Θράκης, τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀσίας».

Με τη σειρά τους, οι Φαναριώτες αναφέρονται επίσης στους κανόνες 9 και 17 της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος, υποστηρίζοντας ότι φέρεται να αναθέτουν στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης την εξουσία να λαμβάνουν εκκλήσεις από κληρικούς όχι μόνο από τις Εκκλησίες που βρίσκονται υπό τον ίδιο, αλλά και από άλλους Πατριαρχικούς Θρόνους και Τοπικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες που δεν υπόκεινται στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του. Ωστόσο, λέει ο Μητροπολίτης Νικηφόρος, σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο, «ὁ ἑκάστοτε Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως οὐδόλως ἔχει τό κανονικό δικαίωμα νά δέχεται καί νά ἐκδικάζει ἐκκλήτους προσφυγές κληρικῶν ἀπό ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πέραν τῆς δικῆς του ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας», και σύμφωνα με τον περίφημο ορθόδοξο κανόνα Ζωναρά, «μόνον τῶν ὑποκειμένων τῷ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ὁ Κωνσταντινουπόλεως τάς ἐκκλήτους».

Έτσι, ο Κύπριος ιεράρχης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δέν ἔχει τό προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας», και «δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἡ (όπως στην περίπτωση του διατάγματος για το ανάθεμα του Ντενισένκο που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας - Εκδ.) ὁποία ἀποτελεῖ, κατά τό Κανονικόν μας Δίκαιον, τελείαν Σύνοδον καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκασιν κανονικῆς ὑποθέσεως, τυγχάνει ἀνέκκλητος, δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῇ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου».

Για να αποκατασταθεί η κανονική αξιοπρέπεια των ουκρανικών σχισματικών, καθώς και να τους δεχτεί σε εκκλησιαστική κοινωνία, ο Βλαντίκα πιστεύει, απαιτείται μετάνοια και «Νά ὑπάρχει διάθεση ἐπιστροφῆς τῶν σχισματικῶν σέ κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ὁποία ἀποσχίσθησαν, γιατί ἡ ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μέ τήν καθόλου Ὀρθοδοξία συντελεῖται διά μέσου τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς κοινωνίας μέ τήν τοπική τους Ἐκκλησία».

Επιπλέον, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος είναι πεπεισμένος ότι «Ὅσον ἀφορᾶ δέ στήν περίπτωση τοῦ ἕλκοντος τή χειροτονία του ἀπό τούς αὐτοχειροτονημένουςἀχειροτονήτους, Μακαρίου Μαλέτιτς καί τῆς ὁμάδας του, εὔλογα διερωτᾶται κανείς: Πῶς θεραπεύθηκε ἡ ἱερωσύνη τῶν αὐτοχειροτονημένων; Μπορεῖ μόνος του ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μέ μία Πράξη νά θεραπεύσει τήν ἔλλειψη ἀποστολικῆς διαδοχῆς; Δέν ἔπρεπε νά ἀναχειροτονηθεῖ τόσο ὁ Μακάριος ὅσο καί ἡ ὁμάδα του; Κατόπιν ὅλων αὐτῶν, «μέ ποιά ἐσωτερική ἀρχιερατική συνείδηση μπορεῖ κάποιος Ἐπίσκοπος νά προβεῖ σέ ἀναγνώριση τέτοιων “χειροτονιῶν”;», επειδή «Δέν πρόκειται περί ἀμφισβήτησης τῆς ἠθικῆς καθαρότητας κάποιων προσώπων, ἀλλά γιά τήν ὀντολογική ἀνυπαρξία τοῦ ἴδιου τοῦ ἐσωτάτου πυρῆνα τῆς Ἀρχιερωσύνης», αφού «Δέν ἔχουμε ἠθικό ἀλλά ὀντολογικόμολυσμότοῦ Ἐπισκοπικοῦ Σώματος σέ πανορθόδοξο ἐπίπεδο».

Είχε η ROC το δικαίωμα να διακόψει την Ευχαριστιακή κοινωνία με το Φανάρι;

Ορισμένοι υποστηρικτές των ενεργειών του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης λένε επανειλημμένα ότι η Ρωσική Εκκλησία δεν είχε κανένα δικαίωμα να διακόψει την Ευχαριστιακή κοινωνία με τον Φανάρι - λένε, αυτό παραβιάζει το νόμο της ενότητας και της αγάπης. Όμως, απαντώντας σε αυτούς τους «καθυστερημένους κατηγόρους» της ROC, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος τονίζει ότι «ὁ πρῶτος διδάξας στό θέμα αὐτό εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος. Ποτέ δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τήν πομπώδη ἐκείνη τελετή (τήν παγκοσμίως μεταδιδομένη τηλεοπτικῶς) στό Φανάρι μέ τή συμμετοχή, πέραν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, καί πλειάδος ἄλλων Μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, μέ τήν ὁποία ἐπεβλήθηκε στόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χριστόδουλο ἡ ποινή τῆς ἀκοινωνησίας. Καί τοῦτο, γιατί τόλμησε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος καί συγκάλεσε τήν Ἱεραρχία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐξέλεξε, χωρίς τήν πατριαρχική διαγνώμη, τρεῖς νέους Μητροπολίτες στίς ἐπαρχίες τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν». Δηλαδή, η επικοινωνία τερματίστηκε όχι για δογματικούς λόγους, λέει ο Βλαδίκα, αλλά αποκλειστικά για διοικητικούς λόγους.

Επιπλέον, υπενθύμισε τον τερματισμό της ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ του Φαναρίου και του Πατριαρχείου της Ιερουσαλήμ, και επεσήμανε επίσης το συνεχιζόμενο, δυστυχώς, το ευχαριστιακό χάσμα μεταξύ των Πατριαρχείων της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ.

Έτσι, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος είναι πεπεισμένος ότι «Ἡ διακοπή τῆς Εὐχαριστιακῆς Κοινωνίας μεταξύ δύο Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» όταν προκαλείται από δογματικούς λόγους ή παραβίαση των θεϊκών και ιερών κανόνων δεν είναι μόνο επιτρεπτή, αλλά επίσης προδιαγράφεται τόσο από τους ίδιους τους ιερούς κανόνες όσο και από την εκκλησιαστική πρακτική αιώνων.

Περί της καθολικότητας της Εκκλησίας και του «παπικού» ισχυρισμού του Φαναρίου

«Μέσα ἀπό ὅλη αὐτή τήν ἐξέλιξη γύρω ἀπό τό Οὐκρανικό Ζήτημα, ξεπήδησε καί μία νέα ἀντικανονική ἀξίωση, ὅτι, δηλαδή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης στήν Παγκόσμια Ὀρθοδοξία δέν εἶναι «πρῶτος μεταξύ ἴσων», ἀλλά «πρῶτος ἄνευ ἴσων», γεγονός, πού ἀντικαθιστᾶ τό «πρωτεῖο διακονίας» του σέ «πρωτεῖο ἐξουσίας», μέ ἀποτέλεσμα τήν παραβίαση τῆς Ἀρχῆς τῆς Συνοδικότητας, πού διαχρονικά ἰσχύει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» - γράφει ο Βλαδίκα Νικηφόρος.

Σύμφωνα με τον επίσκοπο, το κείμενο του Τόμου της Ουκρανίας, στο οποίο ο «Μητροπολίτης του Κιέβου» αναγνωρίζει ως επικεφαλής του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, με ένα ταχυδρομικό κείμενο ότι άλλα Πατριαρχεία κάνουν το ίδιο, δεν έχει ιστορικούς, δογματικούς και κανονικούς λόγους.

Ο Μητροπολίτης Νικηφόρος, παραθέτοντας πολλά αποσπάσματα από τους Αγίους Πατέρες και την Αγία Γραφή, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η «υπεροχή» δεν υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτός από την προεδρία των συμβουλίων και «οὐδείς ἀπό τούς Προκαθημένους, Πατριάρχες ἤ Προέδρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τή μόνη διαχρονική Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν».

Υπενθυμίζει ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης συμφώνησε επίσης με αυτήν την εργασία. Για παράδειγμα, ο συντάκτης της Πατριαρχικης Εγκυκλίου του έτους 1895 που «ὑπογράφεται ἀπό τόν τότε Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἄνθιμο, μαζί μέ ἄλλους δώδεκα Μητροπολίτες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου» λέει ότι «μόνος δέ αἰώνιος ἀρχηγός καί κεφαλή ἀθάνατος τῆς Ἐκκλησίας ἐστίν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός...».

Γι 'αυτό, «Οὐδεμία ἀμφιβολία ὑπάρχει καί καμία ἀντίρρηση μπορεῖ νά προβληθεῖ, ὅτι στήν Οὐκρανία ἡ ἀρχή τῆς Συνοδικότητας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ θεμελειῶδες κεφάλαιο τῆς διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑποχώρησε ἔναντι τῆς ἀρχῆς τῆς αὐθαίρετης καί αὐταρχικῆς ἐξουσίας τοῦ ἑνός, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου».

Στήν Οὐκρανία ἡ ἀρχή τῆς Συνοδικότητας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ θεμελειῶδες κεφάλαιο τῆς διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑποχώρησε ἔναντι τῆς ἀρχῆς τῆς αὐθαίρετης καί αὐταρχικῆς ἐξουσίας τοῦ ἑνός, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου.

Μητροπολίτης Νικηφόρος

Ο Μητροπολίτης Νικηφόρος τονίζει ότι «στήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχουμε τό παπικό σύστημα, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ Πάπας ἀποφαίνεται (definimus) καί οἱ ἄλλοι ὑπακούουν». Όλες οι αποφάσεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία λαμβάνονται αποκλειστικά οικειοθελώς και δεδομένου ότι το ζήτημα της παραχώρησης του Τόμου στην OCU αποφασίστηκε αποκλειστικά από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στην «ενθρόνιση» του Ντουμένκο «δεν παρευρέθηκε κανένας ἄλλος Προκαθήμενος ἄλλης Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἤ Ἐκπρόσωπός του» . Ο Βλαδίκα επισημαίνει ότι είναι άνευ προηγουμένου στην ιστορία της εκκλησίας ότι για έναν ολόκληρο χρόνο καμία Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνώρισε την «ψευδοαυτοκεφαλία» της OCU, «πού ἀντικανονικῶς χορηγήθηκε σέ μία περιθωριακή ὁμάδα σχισματικῶν».

Ποιον τρόπο για την αποκατάσταση προτείνει ο Μητροπολίτης κ.κ. Νικηφόρος;

«Ἡ μόνη κανονική ὁδός, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τοῦ διεσπασμένου σήμερα Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος τῆς σκληρά δοκιμαζόμενης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, εἶναι ὁ σεβασμός τῆς Ἀρχῆς τῆς Συνοδικότητας καί ἡ ἐπείγουσα σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου», είναι σίγουρος ο Κύπριος ιεράρχης.

Το δεύτερο σενάριο είναι «μία Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», κατά τη διάρκεια της οποίας, «ὀφείλουν, χωρίς τήν ἐπήρεια ἐξωτερικῶν πολιτικῶν δυνάμεων καί τήν ἐμπλοκή γεωστρατηγικῶν καί γεωπολιτικῶν συμφερόντων», οι Ορθόδοξοι ιεράρχες πρέπει «νά ἀναδείξουν τήν ἀρχιερατική τους σοφία, νά ὑπερβοῦν ἐγωισμούς, ἀρχομανίες καί δοξομανίες, καί μέ πνεῦμα θυσιαστικό, κενωτικό, νά ἐργασθοῦν, χωρίς ἀντιπαραθέσεις καί συγκρούσεις, γιά μία λύση στό Οὐκρανικό Ἐκκλησιαστικό Ζήτημα, σύμφωνη μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τή διαχρονική ἐκκλησιαστική Πράξη».

Και «ὡς τρίτη λύση, βλέπουμε τήν προσπάθεια νά ἐπαναρχίσει ἡ συζήτηση μεταξύ Ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά τό θέμα τῆς Αὐτοκεφαλίας. Γιά τό πῶς, δηλαδή, θά χορηγεῖται καί γιά τό πῶς θά ὑπογράφεται ὁ Τόμος τῆς Αὐτοκεφαλίας». Όταν αυτές οι προσπάθειες στεφθούν με επιτυχία, «τότε νά συγκληθεῖ Πανορθόδοξη Σύνοδος πρός τελική ἐπικύρωση τῶν συμφωνηθέντων καί μόνιμη λύση στό Ἐκκλησιαστικό Οὐκρανικό Ζήτημα, μέ βάση τά νέα δεδομένα καί σύμφωνα πάντοτε μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τή διαχρονική Πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

Ο Μητροπολίτης Νικηφόρος πιστεύει ότι η διέξοδος από το «αδιέξοδο» στο οποίο βρίσκεται η Εκκλησία από τις μη εξουσιοδοτημένες ενέργειες του Πατριάρχη Βαρθολομαίου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά από ανάλογες αποφάσεις και τον προηγούμενο διάλογο. «Ὁ Διάλογος ἀποτελεῖ τό μόνο ἀντίδοτο στόν παραλογισμό τῆς ἐγωιστικῆς δοξομανίας, πού ναρκοθετεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Μόνο μέσα ἀπό τόν Διάλογο εἶναι δυνατό νά πατάξουμε ἐγωιστικές ἐμμονές καί νά ἐπιτύχουμε τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα καί τήν εἰρήνη», πιστεύει ο Βλαντίκα.

Υπό αυτήν την έννοια, η θέση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου φαίνεται ότι είναι πολύ περίεργη, ο οποίος, χωρίς αμφιβολία, πηγαίνει σε διάλογο με Καθολικούς και εκπροσώπους άλλων θρησκειών, αλλά αρνείται κατηγορηματικά να κάνει διάλογο με τους Ορθόδοξους Επικεφαλής. «Ἀντί αὐτοῦ ἀναπτύσσεται, δυστυχῶς, ἀπό κύκλους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἡ θεωρία, ὅτι «τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔκανε τό πρῶτο βῆμα <> ὅλο θέμα ἤδη τέθηκε σέ πανορθόδοξη διαβούλευση... σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ἡ πορεία εἶναι μονόδρομος καί ὅτι σέ βάθος χρόνου τελικά ἐπέρχεται ἡ ἀναγνώριση» για να προσθέσουν, επίσης, ορισμένοι αλλοι, οτι ἡ παρούσα κρίση «κονιορτός εἶναι καί θά περάσει».

Ωστόσο, ο Βλαντίκα πιστεύει ότι «χωρίς Διάλογο τά προβλήματα δέν λύονται, ἀντίθετα μεγαλώνουν καί ἀπειλοῦν νά μᾶς πνίξουν» και «θά γίνουν σχίσμα μέγα καί ὀδυνηρό, πού θά πλήξει διά παντός τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία».

Επιλογικό σημειώμα

Εν κατακλείδι, ο Βλαντίκα γράφει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία βασίζεται στην οικειότητα και όχι σε μια ξεχωριστή, απόλυτη υπεροχή, «γεγονός πού φανερώνει τόν πειρασμό τοῦ παπισμοῦ».

Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο, λέει, «ἡ ἀρχιερατική μου συνείδηση δέν μοῦ ἐπιτρέπει νά ἀποδεχθῶ σιωπηλά τραγικές ἐμμονές καί ὀλέθρια λάθη, πού θά διχάσουν ὁριστικά τήν Παγκόσμια Ὀρθοδοξία» Ο Βλαντίκα διαβεβαιώνει ότι «χωρίς να δεσμεύεται από τα δεσμά του εθνικισμού», «νά κηρύξει τήν ἀλήθεια, χωρίς νά φοβᾶται τίς ὁποιεσδήποτε συνέπειες ἀπό τήν ἐξουσία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης». Υπενθύμισε τα λόγια του ποιητή Διονύσιο Σολωμού, σύμφωνα με τα οποία «πρέπει νά θεωροῦμε ἐθνικό, ὅ,τι εἶναι ἀληθινό».

«Περισσότερο μέ ἐκφράζει», γράφει ο Βλαδίκα, «ἡ θέση, ὅτι οἱ χριστιανοί, πάνω ἀπό τίς ἐπίγειες πατρίδες μας, πρέπει νά θέτουμε τήν οὐράνια πατρίδα μας καί τήν ἐπί γῆς παρουσία της, τήν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ὅλοι εἴμαστε μέλη καί πολῖτες, ἀνεξαρτήτως φυλετικῆς καί ἐθνικῆς καταγωγῆς, Ἕλληνες, Ρῶσσοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Γεωργιανοί, Ρουμάνοι, Ἄραβες. Ὅλοι εἴμαστε μέλη τοῦ ἑνός σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καί ἐν Χριστῷ “οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ˙ πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ´ 28).

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επιλέξτε το με το ποντίκι και πατήστε Ctrl+Enter ή αυτό το κουμπί Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επισημάνετε το με το ποντίκι και κάντε κλικ σε αυτό το κουμπί Το επισημασμένο κείμενο είναι πολύ μεγάλο!
Διαβάστε επίσης